- μονόθρονος
- μονό-θρονος, allein thronend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μονόθρονος — μονόθρονος, ον (Α) (για επίσκοπο) αυτός που έχει έναν μόνο θρόνο, που διοικεί μία μόνο επισκοπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + θρόνος (πρβλ. χρυσό θρονος)] … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek